- φαττα
- φάτταἡ атт. = φάσσα См. φασσα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάττα — φάττᾱ , φάσσα ringdove fem nom/voc/acc dual (attic) φάσσα ringdove fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάττα — ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. φάσσα … Dictionary of Greek
φάττας — φάττᾱς , φάσσα ringdove fem acc pl (attic) φάττᾱς , φάσσα ringdove fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάττος — ὁ, Α αρσ. τ. τού φάττα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φάττα / φάσσα με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
φάσσα — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους περιστεριού Columba palumbus νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού βαλλωτή ή βαλλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ,… … Dictionary of Greek
φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ՀԱՒՓԱԼ — (ի, աց.) NBH 2 0079 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c գ. ՀԱՒՓԱԼ φάττος, φάττα, φάσσα palumba, bus, bes եւ livia. գրի եւ ՀԱՒԲԱԼ, ՀՈԲԱԼ, ՀՈՎՓԱԼ, ՀՕՓԱԼ: իբրու նոյն ընդ լտ. փալումպա. Վայրի աղաւնի, եւ որ ինչ նման է նմա. ... *Փասսա. հաւփալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φάτται — φάσσα ringdove fem nom/voc pl (attic) φάττᾱͅ , φάσσα ringdove fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)